προσκατάγω

προσκατάγω
Α [κατάγω]
1. οδηγώ, φέρνω προς τα κάτω
2. (διά μέσου τού Νείλου) μεταφέρω προς την κάτω χώρα («προσκατάγω ἀγγεῑα», πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”